ανολοφυρομαι

ανολοφυρομαι
    ἀνολοφύρομαι
    ἀν-ολοφύρομαι
    (ῡ) поднимать скорбный вопль, громко рыдать Thuc., Xen., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανολοφυρομαι" в других словарях:

  • ανολοφύρομαι — ἀνολοφύρομαι (Α) θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ, άνολολύζω* …   Dictionary of Greek

  • ἀνωλοφύρατο — ἀνολοφύρομαι bewail aloud plup ind mp 3rd pl (epic) ἀνωλοφύ̱ρατο , ἀνολοφύρομαι bewail aloud aor ind mp 3rd sg ἀνολοφύρομαι bewail aloud plup ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολοφυραμένου — ἀνολοφῡραμένου , ἀνολοφύρομαι bewail aloud aor part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολοφυρόμενοι — ἀνολοφῡρόμενοι , ἀνολοφύρομαι bewail aloud pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολοφύραι' — ἀνολοφύ̱ραιο , ἀνολοφύρομαι bewail aloud aor opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλοφύρετο — ἀνωλοφύ̱ρετο , ἀνολοφύρομαι bewail aloud imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλοφύροντο — ἀνωλοφύ̱ροντο , ἀνολοφύρομαι bewail aloud imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»